κοραλλιογενείς ύφαλοι

κοραλλιογενείς ύφαλοι
Οικοσυστήματα που σχηματίζονται από κοράλλια –κυρίως της υφομοταξίας των σκληρακτινίων– που ζουν συμβιωτικά με μονοκύτταρα φύκη (ζωοξανθέλες) και αποτελούν κύρια πηγή πρωτογενούς παραγωγής. Συναντώνται στα ζεστά, διαυγή και ρηχά νερά των τροπικών ωκεανών, όπου αποτελούν πηγή τροφής και προστασίας για τα ψάρια, ενώ προστατεύουν την ακτή από διάβρωση. Επιπλέον, αποτελούν περιοχές με τεράστιο τουριστικό ενδιαφέρον. Οι οργανισμοί των κ.υ. παράγουν ουσίες με αντιμικροβιακή και αντι-ική δράση, οι οποίες αποτελούν σημαντικές πηγές για τη σύνθεση φαρμακευτικών σκευασμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να ανεχθούν μόνο μικρές διακυμάνσεις των περιβαλλοντικών συνθηκών, γεγονός που τους καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους στις περιβαλλοντικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης παρέμβασης. Στους κ.υ. περιλαμβάνονται και οι ατόλες (βλ. λ.)· πρόκειται για δακτυλιοειδείς υφάλους, οι οποίοι περιβάλλουν μια λιμνοθάλασσα και σχηματίζονται κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, όταν τα περιβάλλοντα νησιά καθιζάνουν. Κοραλλιογενής ύφαλος στην Αυστραλία (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοραλλιογενείς νήσοι — Βλ. λ. κοραλλιογενείς ύφαλοι …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιογενής — ές αυτός που έχει σχηματιστεί και αποτελείται από κοράλλια (α. «κοραλλιογενείς σχηματισμοί» γεωλογικοί σχηματισμοί που δημιουργούνται από τον ασβεστολιθικό σκελετό κνιδοζώων β. «κοραλλιογενείς ύφαλοι» υποθαλάσσιοι σχηματισμοί που δημιουργούνται… …   Dictionary of Greek

  • Κομόρες — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία των Κομορών Έκταση: 1.862 τ. χλμ. Πληθυσμός: 614.382 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μορονί (60.200 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της νότιας Αφρικής, στον Ινδικό ωκεανό, που αποτελείται από τρία νησιά.Οι …   Dictionary of Greek

  • Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Νησιά της κεντρικής Αμερικής στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Tο κράτος του Tρινιδάδ και Tομπάγκο αποτελείται από δύο νησιά, από τα οποία μεγαλύτερο είναι το Tρινιδάδ, που βρίσκεται κοντά στην ακτή της Bενεζουέλας και ανακαλύφθηκε το 1498 από τον… …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που σχηματίστηκε από κοράλλια: Εκεί υπάρχουν κοραλλιογενείς ύφαλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”